- χοροειδής
- χορο-ειδής, χιτών, die traubenfarbige Haut des Auges, uvea tunica
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αβασία — Ψυχοπαθολογική κατάσταση υστερικού χαρακτήρα ανθρώπου, ο οποίος δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά, ενώ μπορεί να μετακινείται με πηδήματα ή μπουσουλώντας, να κολυμπάει, να σκαρφαλώνει στα δέντρα ακόμη και να χορεύει. Τις περισσότερες φορές… … Dictionary of Greek
χαροειδής — ές, ΝΑ νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαροειδή (βοτ.) παλαιότερη ονομασία κατηγορίας φυκών, η τάξη χαρώδη αρχ. εσφ. γρφ. τού χοροειδής … Dictionary of Greek